- φερανθέος
- φερανθήςflower-bringingmasc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερανθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek